- κόφτης
- και κόπτης, ο θηλ. κόπτρια και κόφτρα1. τεχνίτης ειδικός στο να κόβει υφάσματα ή δέρματα για κατασκευή ενδυμάτων ή υποδημάτων2. (το αρσ.) εργαλείο με το οποίο κόβονται ή υφίστανται κατεργασία σκληρά αντικείμενα, αλλ. κοπέας3. κόλακας4. το θηλ. η κόφτραέξυπνη και επιτήδεια γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω. Ο τ. κόφτης < κόπτης με τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. πτύω > φτύνω)].
Dictionary of Greek. 2013.